- ὑπήνη
- ὑπήνηhair on the upper lipfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υπήνη — η / ὑπήνη, ΝΑ νεοελλ. ναυτ. σχοινί που στερεώνει τον πρόβολο τού ιστιοφόρου πάνω από τον θαλασσομάχο, κν. μουστάκι αρχ. 1. το μέρος τού προσώπου ανάμεσα στο επάνω χείλι και στη μύτη, όπου φυτρώνει το μουστάκι («καὶ τὴν ὑπήνην καὶ τὸ γένειον δασὺ… … Dictionary of Greek
ὑπήνῃ — ὑπανίημι remit aor subj mid 2nd sg ὑπήνη hair on the upper lip fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπῆναι — ὑπήνη hair on the upper lip fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήνην — ὑπήνη hair on the upper lip fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήνης — ὑπήνη hair on the upper lip fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπήνας — ὑπήνᾱς , ὑπήνη hair on the upper lip fem acc pl ὑπήνᾱς , ὑπήνη hair on the upper lip fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ПРИЧЕСКИ — • Capillamentum, Capilli, Греки и римляне обращали особенное внимание на уборку головы, что весьма естественно при сильной растительности волос у южных народов. Греки, а именно спартанцы, отпускали волосы; стриглись лишь мальчики;… … Реальный словарь классических древностей
БОРОДА — • Barba. Греки отпускали бороду на щеках (πώγων), губах (μύσταξ и πάππος=ύπήνη) и подбородке (γένειον), подстригая ее немного. Стричь бороду целиком считалось недостойным, пока Александр не ввел в употребление этот обычай. ср.… … Реальный словарь классических древностей
ανύπηνος — ἀνύπηνος, ον (Μ) αυτός που δεν έχει γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υπήνη «γενειάδα»] … Dictionary of Greek
μουστάκι — το (ΑΜ μουστάκιον, Μ και μουστάκι και μουστάκιν) νεοελλ. η υπήνη τού προβόλου τών ιστιοφόρων νεοελλ. μσν. 1. το σύνολο τών τριχών που φύονται στο άνω χείλος 2. στον πληθ. τα μουστάκια α) οι σκληρές μακριές τρίχες που φέρουν τα θηλαστικά και… … Dictionary of Greek